Μία ημέρα πριν τη συνεδρίαση του Eurogroup και δύο πριν το Ecofin, η Γερμανία φρόντισε να υπογραμμίσει ότι σύμφωνα με τη Eurostat, το δημόσιο χρέος στις χώρες του ευρώ ανέρχεται κατά μέσο όρο στο 91,4% του ΑΕΠ για το 2022.
Μειώθηκε μεν κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021, όμως η Γερμανία επικαλείται την εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ότι αυτό οφείλεται σε συγκυριακούς παράγοντες και συγκεκριμένα στην ανάκαμψη των οικονομικών δεικτών μετά την πανδημία και τον πληθωρισμό.
Το διήμερο, οι υπουργοί Οικονομικών της ζώνης του ευρώ και εν συνεχεία οι υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ θα κληθούν για ακόμα μια φορά να προσπαθήσουν να λύσουν τον γόρδιο δεσμό του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και να αποφασίσουν αλλαγές που θα το κάνουν πιο ευέλικτο.
Υπενθυμίζεται ότι η συζήτηση έχει αρχίσει ανεπισήμως εδώ και ένα χρόνο, μπήκε στην ατζέντα των συζητήσεων επισήμως όλο το 2023, με καταληκτική ημερομηνία το τέλος της χρονιάς. Εάν δεν υπάρξει απόφαση, τότε αυτομάτως γυρνάμε στο παλιό Σύμφωνο με τους σφικτούς δημοσιονομικούς κανόνες, το οποίο κρίνεται ασύμφορο για χώρες με υψηλό χρέος όπως η Ελλάδα.
Εδώ και έξι μήνες γράφαμε ότι η Γερμανία πρώτα απ’ όλα δεν θέλει μεγάλες αλλαγές. Δεν επιθυμεί τα διμερή συμβόλαια βάσει των οποίων θα γίνονται διαπραγματεύσεις μεταξύ μιας χώρας-μέλους και της Κομισιόν για να καθοριστεί το δημοσιονομικό μονοπάτι. Το δεύτερο δείχνει να το έχει ήδη καταφέρει. Φαίνεται ότι θα καταφέρει και το πρώτο.
Η Γερμανία έχει μαζί της Λουξεμβούργο, Αυστρία, Τσεχία, Εσθονία, Φινλανδία, Σλοβακία, Σουηδία, Λιθουανία, Λετονία, Σλοβενία και Ολλανδία, που επίσης δεν συμφωνούν με την πρόταση της Κομισιόν και επιθυμούν ισχυρότερους κανόνες. Κάποιες χώρες μάλιστα είναι πιο «σκληροπυρηνικές» από άλλες.
Στον αντίποδα, οι χώρες του Νότου στέκονται στο ότι οι τελευταίες εκτιμήσεις της ΕΚΤ αναφέρουν ότι το χρέος στην ευρωζώνη κυμαίνεται στο 89%, ενώ το 2024 θα υποχωρήσει ελαφρώς στο 88,6%.
«Δεν είναι ρεαλιστικοί οι στόχοι που ορίζει σήμερα το Σύμφωνο. Πρέπει να προσαρμοστούμε στις ανάγκες των καιρών», ανέφερε παράγοντας του Eurogroup που «ανήκει» στον Νότο. Σε αυτόν το μπλοκ ανήκουν κυρίως η Γαλλία, η Ιταλία, η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Κύπρος, ενώ υπάρχουν και κάποιες χώρες όπως η Ισπανία, που αναμένουν να δουν πώς θα εξελιχθεί η συζήτηση.
Ο γαλλικός άξονας προτείνει ένα σχέδιο για μείωση του χρέους α λα καρτ σε κάθε χώρα, έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές συνθήκες που επικρατούν στην οικονομία της. Στόχος είναι να μην ξεκινάει άμεσα η τιμωρητική φάση του Συμφώνου για υψηλά ελλείμματα και χρέη που -κατά τους Νότιους- θα πνίγουν την οικονομία και οποιαδήποτε προσπάθεια για ανάπτυξη.
Δύο στρατόπεδα
Η Γερμανία όμως φαίνεται πως θέλει να επιβάλει το δικό της μοντέλο, με τον υπουργό Οικονομικών της Κ. Λίντνερ να δηλώνει στην DW ότι μια πρόταση όπως η εξυγίανση του προϋπολογισμού με παράλληλη αύξηση των επενδύσεων στην ψηφιοποίηση και στον εκσυγχρονισμό της οικονομίας μπορεί να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα για όλες τις χώρες. Από την άλλη, ο Γάλλος ομόλογός του Μ. Λεμέρ επιμένει ότι εάν η χώρα του προσηλωθεί στη μείωση του χρέους, θα στραγγαλίσει τις προσπάθειες για ανάπτυξη.
Τα χρόνια της πανδημίας και αμέσως μετά ο πόλεμος στην Ουκρανία ουσιαστικά έβαλαν το Σύμφωνο στον πάγο. Η κάθε χώρα έπραττε βάσει των δικών της αναγκών, με αποτέλεσμα πολλά κράτη-μέλη που παραδοσιακά είχαν χαμηλό χρέος, να το αυξήσουν σημαντικά. Το υψηλότερο χρέος (σε ποσοστά επί τοις εκατό του ΑΕΠ) καταγράφεται στην Ελλάδα με 171%, ενώ ακολουθεί η Ιταλία με 144%. Στη Γερμανία το χρέος δεν υπερβαίνει το 66% του ΑΕΠ.
Ο ESM και η ΕΚΤ κρατούν ανεπισήμως σκληρή στάση. Οι υπερχρεωμένες χώρες τούς ανησυχούν. Έχουν, σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες, δικές τους μελέτες ότι το χρέος σε κάποιες χώρες θα ανέλθει σε πρωτοφανή επίπεδα, εάν δεν υπάρξουν οι σωστοί δημοσιονομικοί κανόνες. Ο λόγος; Οι απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δεν υλοποιούνται και παραμένουν στα χαρτιά. Παράλληλα, διαμηνύουν συνεχώς στις χώρες-μέλη να συγκρατήσουν τις δαπάνες.
Κληθείς να σχολιάσει το χάσμα μεταξύ των δύο στρατοπέδων, υψηλά ιστάμενος αξιωματούχος της Κομισιόν έκανε λόγο για πιθανή κρίση χρέους, σε περίπτωση που όλες οι χώρες δεν αρχίσουν να εφαρμόζουν τη δημοσιονομική προσαρμογή από το 2024. Όπως είπε, η Κομισιόν έχει αντιληφθεί τον κίνδυνο της εξάπλωσης της επιρροής των οίκων αξιολόγησης, οι οποίοι σημειωτέον είχαν κατηγορηθεί ότι προκάλεσαν την κρίση του 2010. Τότε η ΕΕ δεσμεύθηκε να απογαλακτιστεί και να δημιουργήσει έναν δικό της οίκο. Όμως βρισκόμαστε στο 2023 και δεν έγινε τίποτα.
Δεν παρεκκλίνουμε από τους στόχους
Γνωρίζοντας τις συζητήσεις και αντιλαμβανόμενος ότι η Ελλάδα, εμμέσως πλην σαφώς, παραμένει σε μια ξεχωριστή κατηγορία, ο υπουργός Οικονομικών Κ. Χατζηδάκης διαμηνύει ότι η κυβέρνηση δεν πρόκειται να παρεκκλίνει των στόχων της. Έχοντας όμως υπόψη ότι το 2024 καταργείται η γενική ρήτρα διαφυγής, η κυβέρνηση θα κληθεί να μειώσει τις δαπάνες, να αυξήσει τα έσοδα (μέσω φορολόγησης) και να περικόψει one off μέτρα.
Εάν δεν υπάρξει συμφωνία για το νέο Σύμφωνο μέχρι το τέλος του έτους, τότε η χώρα μας θα είναι από τις πρώτες που θα αντιμετωπίσει κινδύνους από την επιστροφή στους παλιούς δημοσιονομικούς κανόνες.
Αγγελική Παπαμιλτιάδου
ΠΗΓΗ: EURO2DAY.GR