Στο παρελθόν πολλοί χρησιμοποιούσαν το παρατσούκλι “ο ασθενής της Ευρώπης” αναφερόμενοι και στη Γαλλία – εξαιτίας των λιγοστών μεταρρυθμίσεων ή λόγω της υψηλής ανεργίας. Πλέον όμως αυτός ο χαρακτηρισμός είναι κάθε άλλο παρά ταιριαστός: ενώ στις βορειοευρωπαϊκές χώρες όπως τη Γερμανία και τη Σουηδία η οικονομία φέτος συρρικνώνεται, η γαλλική οικονομία αναπτύσσεται. Σύμφωνα με οικονομολόγους αυτό οφείλεται, μεταξύ άλλων, στη δομή της οικονομίας και τις μεταρρυθμίσεις των προηγούμενων ετών. Όμως η ανάπτυξη έχει και ένα μειονέκτημα.
“Οι γαλλικές εταιρείες έβγαλαν φέτος δισεκατομμύρια ευρώ από την πώληση κρουαζιερόπλοιων και αεροσκαφών, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στα στοιχεία για την ανάπτυξη”, δηλώνει στην DW ο Φιλίπ Κρεβέλ, οικονομολόγος και επικεφαλής της δεξαμενής σκέψης Cercle de l’Epargne. “Πρωτίστως όμως η Γαλλία διαθέτει έναν μεγάλο τομέα υπηρεσιών, ο οποίος είχε καλές επιδόσεις – ειδικά στον τουριστικό κλάδο”. Αυτό είναι κάτι που ισχύει και στην περίπτωση της Ισπανίας, μίας χώρας που έχει επίσης θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Ο βορράς μένει πίσω
Στις χώρες της βόρειας Ευρώπης, όπως η Γερμανία, τα πράγματα είναι διαφορετικά. “Η γερμανική οικονομία βασίζεται σε έναν ισχυρό βιομηχανικό τομέα που παραδοσιακά έχει πολλές εξαγωγές”, λέει ο οικονομολόγος. “Τώρα που το διεθνές εμπόριο είναι σε στασιμότητα, η χώρα υποφέρει. […] Δεδομένου ότι οι βιομηχανικές επιχειρήσεις χρειάζονται πολλή ηλεκτρική ενέργεια, το υψηλό ενεργειακό κόστος αποτελεί επίσης πρόβλημα”.
Σβέλτοι Γάλλοι – διστακτικοί Γερμανοί
Η Ανν-Σοφί Αλσίφ, επικεφαλής οικονομολόγος στη λογιστική εταιρεία BDO του Παρισίου, προσθέτει και την εξής διαφορά μεταξύ της γαλλικής και γερμανικής οικονομίας: “Η γαλλική ανάπτυξη τροφοδοτείται κυρίως από την εγχώρια ζήτηση. Και, παρ’ ότι η αγοραστική δύναμη των Γάλλων καταναλωτών έχει μειωθεί τα περασμένα χρόνια λόγω των κρίσεων, εξακολουθεί να έχει δυναμική”, λέει η ειδικός στην DW.
Το γεγονός ότι η χώρα αντεπεξήλθε τόσο αποτελεσματικά στις δυσκολίες οφείλεται πρωτίστως στη γρήγορη αντίδραση του κράτους, λέει από την πλευρά του ο Κρίστοφερ Ντέμπικ, σύμβουλος επενδύσεων στο παράρτημα της ελβετικής εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων Pictet Asset Management στο Παρίσι. “Η Γαλλία δεν μοίραζε απλώς επιδόματα και δάνεια μαζικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας, προκειμένου τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις να διατηρήσουν την αγοραστική τους δύναμη και την επενδυτική τους ικανότητα τους”, τονίζει στην DW. “Αντιθέτως, η χώρα ήταν και εξαιρετικά γρήγορη στο να θωρακίσει την οικονομία έναντι της αύξησης των τιμών στην ενέργεια – η Γερμανία έλαβε μέτρα γι’ αυτό το ζήτημα έναν χρόνο αργότερα. Το γεγονός αυτό έχει κάνει τη μεγάλη διαφορά, παρ’ ότι η Γερμανία έχει δαπανήσει ελαφρώς περισσότερα ως ποσοστό επί του ΑΕΠ”.
Την αργοπορημένη αυτή αντίδραση επικρίνει και ο Αρμίν Στάινμπαχ, Γερμανός καθηγητής Δικαίου και Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο HEC στο Παρίσι. “Θα πρέπει να πάρουμε ως παράδειγμα το προεδρικό σύστημα της Γαλλίας και να κάνουμε τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων πιο αποτελεσματικές σε περιόδους κρίσης”, δηλώνει σε συνέντευξή του στην DW.
Πέραν αυτού όμως υπάρχουν και βαθύτεροι λόγοι για τις λαμπρές επιδόσεις της Γαλλίας. “Ο πρόεδρος Μακρόν δρέπει τους καρπούς των θαρραλέων οικονομικών μεταρρυθμίσεων που δρομολόγησε από την πρώτη του θητεία ήδη το 2017. Μείωσε τη φορολογία των επιχειρήσεων, διαμόρφωσε μία πιο φιλελεύθερη αγορά εργασίας, μεταρρύθμισε την ασφάλιση για τους ανέργους και προσφάτως επέμεινε στην επώδυνη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση”, εξηγεί ο Στάινμπαχ. Η καλή πορεία της γαλλικής οικονομίας αντικατοπτρίζεται σήμερα και στα ποσοστά ανεργίας: σήμερα βρίσκεται μόλις στο 7%, το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 20 ετών.
Επιβαρύνονται οι γαλλογερμανικές σχέσεις;
Η καλή οικονομική πορεία της Γαλλίας διαταράσσουν τις γαλλογερμανικές σχέσεις, στις οποίες υπάρχουν τριγμοί εδώ και κάποιο διάστημα. “Η Γερμανία προπορευόταν πάντοτε οικονομικά. Όμως αυτή η συνθήκη θα μπορούσε τώρα να αντιστραφεί οριστικά, γεγονός που προκαλεί μεγάλη νευρικότητα στη Γερμανία”, λέει ο Στάινμπαχ, ο οποίος έχει εργαστεί επί μία δεκαετία στη γερμανική κυβέρνηση, μεταξύ άλλων και στο υπουργείο Οικονομικών.
Η ανάλυση της Κατερίν Ματιέ, οικονομολόγου στο Παρατηρητήριο Οικονομικής Δραστηριότητας OFCE του Πανεπιστημίου Sciences Po στο Παρίσι, δεν απαλύνει τις ανησυχίες των Γερμανών. “Συγκρίνοντας τα προ πανδημίας στοιχεία του 2019 με αυτά του 2023, συνειδητοποιεί κανείς πως δεν είναι ότι η Γαλλία αποτελεί τον μαθητή-πρότυπο, αλλά περισσότερο ότι η Γερμανία έχει πολύ κακές επιδόσεις”, λέει στην DW. Από το τέλος του 2019 το ΑΕΠ της ευρωζώνης έχει αυξηθεί κατά μέσο όρο κατά 3,1% – της Γαλλίας κατά 1,7%. Η γερμανική οικονομία, όμως, έχει μείνει ουσιαστικά στάσιμη – με ρυθμό ανάπτυξης 0,2%”.
Οι οικονομολόγοι συμφωνούν πάντως πως όλα αυτά δεν θέτουν συνολικά υπό αμφισβήτηση την προσανατολισμένη προς τη βιομηχανία οικονομική δομή της Γερμανίας. “Εξάλλου, η Γαλλία εστιάζει όλο και περισσότερο στην επαναβιομηχανοποίηση”, λέει η Αλσίφ. “Και είναι θετικό που οι ευρωπαϊκές οικονομίες έχουν διαρθρωτικές διαφορές – με αυτόν τον τρόπο δεν θα βρεθούν όλες σε ύφεση την ίδια ακριβώς στιγμή”.
Υπερβολικά πολλά χρέη;
Όμως το γαλλικό success story έχει και μία πιο σκοτεινή πλευρά: την εκτόξευση του εθνικού χρέους, το οποίο σήμερα ανέρχεται σε περισσότερα από 3.000 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή στο 112,5% του ΑΕΠ, ένα ποσοστό που το 2019 βρισκόταν κάτω από το 100%. Επιπλέον, το γαλλικό έλλειμα στον προϋπολογισμό ανέρχεται στο 5% – πολύ πάνω από το όριο του 3% που έχουν θέσει οι Βρυξέλλες.
Αν και είναι απίθανο τα ανωτέρω να οδηγήσουν τη Γαλλία σε πτώχευση, αποτελούν πάντως ένα πρόβλημα, τονίζει ο Στάινμπαχ: “Όταν μία χώρα έχει πολλά χρέη, έχει λιγότερα χρήματα διαθέσιμα για άλλες σημαντικές δαπάνες”. Με αυτόν τον τρόπο αυξάνεται η ανάγκη για εξοικονόμηση, γεγονός που με τη σειρά του δύναται να προκαλέσει πολιτική αστάθεια. “Και κάποια στιγμή δεν υπάρχουν πλέον άλλα λεφτά για γενναιόδωρα κρατικά προγράμματα στήριξης”.
Επιμέλεια: Γιώργος Πασσάς